Όποιος θέλει να ξέρει αληθινά ποιος ήταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ας αναλογιστεί τον τόπο που επέλεξε για τη μόνιμη κατοικία του.
Ένα μικρό αγροτικό νεκροταφείο στον Αργουλιδέ Χανίων. Πέντε κυπαρίσσια, λίγα λουλούδια κι ένα πέτρινο εκκλησάκι.
Ούτε μνήμα μαρμάρινο ούτε, βέβαια, καμία πολυτέλεια.
Ένας ανυποψίαστος περαστικός δεν θα φανταζόταν ποτέ ότι ένας σπουδαίος άνδρας κείτεται εκεί.
Όμως, αυτό ήθελες. Δεν είχες ανάγκη από κάτι παραπάνω.
Η ζωή σε γέμισε εμπειρίες και δεν περίμενες των σοφιστών τον έπαινο για να
κάνεις τον δικό σου απολογισμό.
Σου έφτανε να είσαι μαζί με την Μαρίκα σου, τον «Κοπέρνικο», όπως χαριτολογώντας την αποκαλούσες.
Και, βέβαια, με θέα παντοτινή το αγαπημένο σου Ακρωτήρι. Και με συντροφιά τα Λευκά Όρη.
Εκεί που περπάτησες αγέρωχος με την κατσούνα σου. Εκεί που έκανες τα πρώτα σου πολιτικά βήματα, διδάσκοντας γενναιότητα, αλλά μαζί και φρόνηση.
Και στερνή σου επιθυμία, όταν με δυσκολία πια έβγαινε η φωνή σου, ήταν να μην σταλούν στεφάνια στην κηδεία σου, αλλά να φυτέψουμε στη μνήμη σου ένα δάσος στα βουνά της Κρήτης.
Ήσουν ο τελευταίος μιας γενιάς που πέρασε ανάμεσα από Συμπληγάδες.
Αλλά και μιας γενιάς που δεν έμεινε ποτέ από αντοχή, που ένιωσε μέσα της βαθιά τις δυνατότητες της πατρίδας μας και πίστεψε σ’ αυτές.
Μιας γενιάς για την οποία τίποτα δεν έδειχνε αδύνατο ή ακατόρθωτο.
Και σήμερα, που η Ελλάδα δείχνει αποσβολωμένη μπροστά στους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες μιας μεγάλης κρίσης, τα λόγια σου δεν είναι για να μας θυμίζουν τι θα μπορούσε να είχε συμβεί αν….
Είχες, άλλωστε, απόλυτη επίγνωση ότι η Ιστορία δεν γράφεται με τα «αν» και ότι ο χρόνος δεν γυρίζει ποτέ πίσω.
Γι’ αυτό και το βλέμμα σου ήταν πάντα εστιασμένο στο μέλλον. Κοιτούσες μπροστά και μακριά κι αυτή ήταν η δύναμή σου.
Η πολιτική σου παρακαταθήκη είναι αειθαλής, όπως, εξάλλου, αειθαλής υπήρξες και εσύ. Και το παράδειγμά σου είναι οδηγός για όλους μας.
Να λέμε την αλήθεια και να μην κολακεύουμε το λαό. Να σεβόμαστε τη Δημοκρατία και τους κανόνες της. Και ειδικά το Κοινοβούλιο, το οποίο τόσο πολύ αγάπησες.
Να επιδιώκουμε την ενότητα και όχι το διχασμό. Να μην ξεχνάμε ποτέ ότι το μέλλον της Ελλάδας είναι στο κέντρο της Ευρώπης.
Απλές κουβέντες που ενσταλάχτηκαν μέσα σου στη διάρκεια μιας ολόκληρης ζωής, μιας ζωής πολυκύμαντης και συναρπαστικής.
Σε ικανοποιούσε και σε στεναχωρούσε, ταυτόχρονα, που ήσουν μπροστά από την εποχή σου και που δικαιώθηκες εν ζωή.
Σε ικανοποιούσε, αλλά δεν σου αρκούσε.
Και δεν σου αρκούσε, όχι γιατί ήσουν ματαιόδοξος, το αντίθετο. Αλλά γιατί ήξερες ότι το κακό το οποίο πάλεψες μια ζωή, είναι πάντα ζωντανό.
Ο λαϊκισμός, ο φθόνος, η μισαλλοδοξία, ο διχασμός παραμένουν, δυστυχώς, θλιβεροί συνοδοιπόροι της ιστορικής μας διαδρομής.
Και τώρα, στη δική μας γενιά περνά το χρέος να αντιμετωπίσουμε το λαϊκισμό, το φθόνο, τη μισαλλοδοξία, το διχασμό.
Γι’ αυτό και σου άρεσε τόσο πολύ να μας θυμίζεις τους στίχους του αγαπημένου σου Κωστή Παλαμά: «Χρωστάμε εις όσους ήρθαν, πέρασαν, θα ‘ρθούνε, θα περάσουν, κριτές θα μας δικάσουν, οι αγέννητοι, οι νεκροί».
Μεγάλο το βάρος, μεγαλύτερη η ευθύνη.
Αλλά, πάνω από όλα, η συμβουλή σου σε εμάς τους νεότερους ήταν πολύ απλή:
Να αγαπάτε τους συνανθρώπους σας και να ξεκινάτε πάντα με διάθεση να τους βοηθήσετε.
Γιατί πίσω από τον πολιτικό αντίπαλο που πολλοί προσπάθησαν να σπιλώσουν, υπήρχε ένας ζεστός άνθρωπος με μεγάλη καρδιά, που άγγιξε πολλές ψυχές.
Και πίσω από τα πρωτόκολλα και τις τιμές που με κάθε επισημότητα σου αποδίδει σήμερα η Ελληνική Δημοκρατία, χιλιάδες συμπολίτες μας θα χύσουν ένα δάκρυ βουβό.
Γιατί πέτυχες αυτό που μας παρότρυνε ο ποιητής όταν γράφει: «Να μιλάς μπορείς με το λαό κι ωστόσο να κρατάς την αρετή σου … μη χάνοντας το απλό φέρσιμό σου».
Σε θυμάμαι μικρό παιδάκι, όταν ήμασταν εξόριστοι τα χρόνια της Δικτατορίας, να με πηγαίνεις με το μετρό στο Παρίσι. Καθώς μεγάλωνα, δεν είχες πολύ χρόνο να μου διαθέσεις.
Είχες, όμως, τη γενναιότητα να κοντύνεις εσύ, καθώς εγώ ψήλωνα, έτσι ώστε η σκιά σου να μην είναι πολύ βαριά επάνω μου.
Και καθώς τα χρόνια πέρασαν, βρήκαμε αυτήν την όμορφη ισορροπία, που μας επέτρεπε να έχουμε το δικό μας ξεχωριστό κώδικα επικοινωνίας.
Σου είπα αυτά που ήθελα και με είδες εκεί που ήθελες. Κι αυτό κάπως μαλακώνει τον πόνο.
Αφήνεις πίσω σου το πιο ωραίο και σημαντικό: Μια μεγάλη, μια ενωμένη οικογένεια. Τέσσερα παιδιά, δεκατρία εγγόνια, δεκατρία δισέγγονα και δύο ακόμα που δεν θα προφτάσεις να γνωρίσεις.
Για την καθεμία και τον καθένα ξεχωριστά, ήσουν η κολώνα του σπιτιού, ένας βράχος σταθερότητας στον οποίο όλοι βρίσκαμε καταφύγιο, για τις μικρές ή μεγάλες μας ανησυχίες.
Μας έδειξες ότι η ζωή είναι ένα βιβλίο γεμάτο εκπλήξεις και πως το αληθινό μέτρο της επιτυχίας είναι να μπορούμε να σηκωνόμαστε ξανά, όταν πέφτουμε.
Μας έμαθες να νιώθουμε αυθεντικοί και να είμαστε υπερήφανοι γι’ αυτό που πραγματικά είμαστε. Αλλά δεν μας επέτρεπες ποτέ να ξεχάσουμε ότι, μαζί με τα προνόμια, έρχονται υποχρεώσεις και μια μεγάλη ευθύνη.
Θα έρθει η ώρα που η γλυκιά σου ανάμνηση θα φέρει το χαμόγελο στα χείλη μας, πριν τρέξουν τα δάκρυα από τα μάτια μας. Αλλά όχι ακόμα.
Σήμερα, ολόκληρη η Ελλάδα, και ιδιαίτερα η Κρήτη, στέκεται σιωπηλή και βουρκωμένη μπροστά σε έναν άνδρα σπουδαίο, που ξεκινάει το τελευταίο του ταξίδι.
Όπως πάντα, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είναι αφέντης της μοίρας του και καπετάνιος της ψυχής του.
Και ας είναι ελαφρύ το χώμα της κρητικής γης που θα τον υποδεχθεί.
Καλό σου ταξίδι.
Ένα μικρό αγροτικό νεκροταφείο στον Αργουλιδέ Χανίων. Πέντε κυπαρίσσια, λίγα λουλούδια κι ένα πέτρινο εκκλησάκι.
Ούτε μνήμα μαρμάρινο ούτε, βέβαια, καμία πολυτέλεια.
Ένας ανυποψίαστος περαστικός δεν θα φανταζόταν ποτέ ότι ένας σπουδαίος άνδρας κείτεται εκεί.
Όμως, αυτό ήθελες. Δεν είχες ανάγκη από κάτι παραπάνω.
Η ζωή σε γέμισε εμπειρίες και δεν περίμενες των σοφιστών τον έπαινο για να
κάνεις τον δικό σου απολογισμό.
Σου έφτανε να είσαι μαζί με την Μαρίκα σου, τον «Κοπέρνικο», όπως χαριτολογώντας την αποκαλούσες.
Και, βέβαια, με θέα παντοτινή το αγαπημένο σου Ακρωτήρι. Και με συντροφιά τα Λευκά Όρη.
Εκεί που περπάτησες αγέρωχος με την κατσούνα σου. Εκεί που έκανες τα πρώτα σου πολιτικά βήματα, διδάσκοντας γενναιότητα, αλλά μαζί και φρόνηση.
Και στερνή σου επιθυμία, όταν με δυσκολία πια έβγαινε η φωνή σου, ήταν να μην σταλούν στεφάνια στην κηδεία σου, αλλά να φυτέψουμε στη μνήμη σου ένα δάσος στα βουνά της Κρήτης.
Ήσουν ο τελευταίος μιας γενιάς που πέρασε ανάμεσα από Συμπληγάδες.
Αλλά και μιας γενιάς που δεν έμεινε ποτέ από αντοχή, που ένιωσε μέσα της βαθιά τις δυνατότητες της πατρίδας μας και πίστεψε σ’ αυτές.
Μιας γενιάς για την οποία τίποτα δεν έδειχνε αδύνατο ή ακατόρθωτο.
Και σήμερα, που η Ελλάδα δείχνει αποσβολωμένη μπροστά στους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες μιας μεγάλης κρίσης, τα λόγια σου δεν είναι για να μας θυμίζουν τι θα μπορούσε να είχε συμβεί αν….
Είχες, άλλωστε, απόλυτη επίγνωση ότι η Ιστορία δεν γράφεται με τα «αν» και ότι ο χρόνος δεν γυρίζει ποτέ πίσω.
Γι’ αυτό και το βλέμμα σου ήταν πάντα εστιασμένο στο μέλλον. Κοιτούσες μπροστά και μακριά κι αυτή ήταν η δύναμή σου.
Η πολιτική σου παρακαταθήκη είναι αειθαλής, όπως, εξάλλου, αειθαλής υπήρξες και εσύ. Και το παράδειγμά σου είναι οδηγός για όλους μας.
Να λέμε την αλήθεια και να μην κολακεύουμε το λαό. Να σεβόμαστε τη Δημοκρατία και τους κανόνες της. Και ειδικά το Κοινοβούλιο, το οποίο τόσο πολύ αγάπησες.
Να επιδιώκουμε την ενότητα και όχι το διχασμό. Να μην ξεχνάμε ποτέ ότι το μέλλον της Ελλάδας είναι στο κέντρο της Ευρώπης.
Απλές κουβέντες που ενσταλάχτηκαν μέσα σου στη διάρκεια μιας ολόκληρης ζωής, μιας ζωής πολυκύμαντης και συναρπαστικής.
Σε ικανοποιούσε και σε στεναχωρούσε, ταυτόχρονα, που ήσουν μπροστά από την εποχή σου και που δικαιώθηκες εν ζωή.
Σε ικανοποιούσε, αλλά δεν σου αρκούσε.
Και δεν σου αρκούσε, όχι γιατί ήσουν ματαιόδοξος, το αντίθετο. Αλλά γιατί ήξερες ότι το κακό το οποίο πάλεψες μια ζωή, είναι πάντα ζωντανό.
Ο λαϊκισμός, ο φθόνος, η μισαλλοδοξία, ο διχασμός παραμένουν, δυστυχώς, θλιβεροί συνοδοιπόροι της ιστορικής μας διαδρομής.
Και τώρα, στη δική μας γενιά περνά το χρέος να αντιμετωπίσουμε το λαϊκισμό, το φθόνο, τη μισαλλοδοξία, το διχασμό.
Γι’ αυτό και σου άρεσε τόσο πολύ να μας θυμίζεις τους στίχους του αγαπημένου σου Κωστή Παλαμά: «Χρωστάμε εις όσους ήρθαν, πέρασαν, θα ‘ρθούνε, θα περάσουν, κριτές θα μας δικάσουν, οι αγέννητοι, οι νεκροί».
Μεγάλο το βάρος, μεγαλύτερη η ευθύνη.
Αλλά, πάνω από όλα, η συμβουλή σου σε εμάς τους νεότερους ήταν πολύ απλή:
Να αγαπάτε τους συνανθρώπους σας και να ξεκινάτε πάντα με διάθεση να τους βοηθήσετε.
Γιατί πίσω από τον πολιτικό αντίπαλο που πολλοί προσπάθησαν να σπιλώσουν, υπήρχε ένας ζεστός άνθρωπος με μεγάλη καρδιά, που άγγιξε πολλές ψυχές.
Και πίσω από τα πρωτόκολλα και τις τιμές που με κάθε επισημότητα σου αποδίδει σήμερα η Ελληνική Δημοκρατία, χιλιάδες συμπολίτες μας θα χύσουν ένα δάκρυ βουβό.
Γιατί πέτυχες αυτό που μας παρότρυνε ο ποιητής όταν γράφει: «Να μιλάς μπορείς με το λαό κι ωστόσο να κρατάς την αρετή σου … μη χάνοντας το απλό φέρσιμό σου».
Σε θυμάμαι μικρό παιδάκι, όταν ήμασταν εξόριστοι τα χρόνια της Δικτατορίας, να με πηγαίνεις με το μετρό στο Παρίσι. Καθώς μεγάλωνα, δεν είχες πολύ χρόνο να μου διαθέσεις.
Είχες, όμως, τη γενναιότητα να κοντύνεις εσύ, καθώς εγώ ψήλωνα, έτσι ώστε η σκιά σου να μην είναι πολύ βαριά επάνω μου.
Και καθώς τα χρόνια πέρασαν, βρήκαμε αυτήν την όμορφη ισορροπία, που μας επέτρεπε να έχουμε το δικό μας ξεχωριστό κώδικα επικοινωνίας.
Σου είπα αυτά που ήθελα και με είδες εκεί που ήθελες. Κι αυτό κάπως μαλακώνει τον πόνο.
Αφήνεις πίσω σου το πιο ωραίο και σημαντικό: Μια μεγάλη, μια ενωμένη οικογένεια. Τέσσερα παιδιά, δεκατρία εγγόνια, δεκατρία δισέγγονα και δύο ακόμα που δεν θα προφτάσεις να γνωρίσεις.
Για την καθεμία και τον καθένα ξεχωριστά, ήσουν η κολώνα του σπιτιού, ένας βράχος σταθερότητας στον οποίο όλοι βρίσκαμε καταφύγιο, για τις μικρές ή μεγάλες μας ανησυχίες.
Μας έδειξες ότι η ζωή είναι ένα βιβλίο γεμάτο εκπλήξεις και πως το αληθινό μέτρο της επιτυχίας είναι να μπορούμε να σηκωνόμαστε ξανά, όταν πέφτουμε.
Μας έμαθες να νιώθουμε αυθεντικοί και να είμαστε υπερήφανοι γι’ αυτό που πραγματικά είμαστε. Αλλά δεν μας επέτρεπες ποτέ να ξεχάσουμε ότι, μαζί με τα προνόμια, έρχονται υποχρεώσεις και μια μεγάλη ευθύνη.
Θα έρθει η ώρα που η γλυκιά σου ανάμνηση θα φέρει το χαμόγελο στα χείλη μας, πριν τρέξουν τα δάκρυα από τα μάτια μας. Αλλά όχι ακόμα.
Σήμερα, ολόκληρη η Ελλάδα, και ιδιαίτερα η Κρήτη, στέκεται σιωπηλή και βουρκωμένη μπροστά σε έναν άνδρα σπουδαίο, που ξεκινάει το τελευταίο του ταξίδι.
Όπως πάντα, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είναι αφέντης της μοίρας του και καπετάνιος της ψυχής του.
Και ας είναι ελαφρύ το χώμα της κρητικής γης που θα τον υποδεχθεί.
Καλό σου ταξίδι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.