Ἀλλ’ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχήν χῶρος τῆς ἐλευθερίας. Κανένα δέν ἐξαναγκάζει. Ἡ προτροπή εἶναι διηνεκής. «Ὅσοι πιστοί» καί «μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης» προσκαλεῖ ἡ Ἐκκλησία νά προσέλθουν γιά τήν θεία Μετάληψη. Μάλιστα ὁ Ἀπ. Παύλος ὑπογραμμίζει ὅτι προκειμένου νά μετάσχει ὁ πιστός στή Θεία Κοινωνία πρέπει νά ἔχει προετοιμαστεῖ ἀναλόγως. Γράφει:«Δοκιμαζέτω ἄνθρωπος ἑαυτόν καί οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καί ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω, ὁ γάρ ἐσθίων καί πίνων ἀναξίως κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καί πίνει, μή διακρίνων τό σῶμα τοῦ Κυρίου» (Α’ Κορ. ια’ 28-29). Ἰδιαίτερα ό Ἱ. Χρυσόστομος γράφει γι’ αὐτή τήν πνευματική προετοιμασία: «Ἐάν δέν τολμᾶ κανείς μέ ἀκάθαρτα χέρια οὔτε ἁπλῶς νά θίξει ἀνθρώπινο ἱμάτιο βασιλικό, πώς θά τολμήσουμε περιφρονητικά νά πάρουμε τό σῶμα τοῦ παντοκράτορος Θεοῦ, τό ἄμωμο, τό καθαρό, αὐτό πού ἑνώθηκε μέ τή θεία φύσι, πού μέ τήν χάρι του ὑπάρχουμε καί ζοῦμε, αὐτό πού συνέτριψε τίς πύλες τοῦ θανάτου καί ἄνοιξε τίς ἁψῖδες τοῦ οὐρανοῦ; Παρακαλῶ, ἄς μήν κατασφάξωμε τούς ἑαυτούς μας μέ τήν ἀναισχυντία, ἀλλά μέ δέος καί καθαρότητα ἄς τό πλησιάσουμε. Καί ὅταν τό ἴδης αὐτό τό σῶμα ἐνώπιον σου, λέγε στόν ἑαυτό σου: Χάρις σ’ αὐτό τό σῶμα δέν εἶμαι πλέον ἐγώ γῆ καί σποδός, δέν εἶμαι πλέον αἰχμάλωτος, ἀλλά ἐλεύθερος. Χάρις σ’ αὐτό ἐλπίζω νά ἀπολαύσω τούς οὐρανούς καί τά ἀγαθά τους, τήν ἀθάνατη ζωή, τήν ἀγγελική πολιτεία, τή συντροφιά μέ τόν Χριστό…Καθάριζε λοιπόν τήν ψυχή σου, προετοίμαζε τή διάνοια, γιά νά ὑποδεχθῇς τά μυστήρια αὐτά». (Α’ Κορινθ., Λόγος κδ’, ΕΠΕ, 18Α, σελ. 96 ἑπ.).
Ἡ Θεία Μετάληψη εἶναι θέμα πίστεως. Γι’ αὐτό καί ἡ ἐκφώνηση – πρόσκληση περιέχει, τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, τήν πίστη, τήν ἀγάπη. Εἰδικά ἡ πίστη ἐν προκειμένῳ δέν ἔρχεται νά καταργήσει τήν λογική. Ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται ἡ πλάνη ἐκείνων πού θεωροῦν τήν πίστη ὡς κατάργηση τῆς λογικῆς. Ἡ πίστη ὑπερνικᾶ τήν λογική δίχως ὅμως νά τήν θέτει σέ ἀργία. Ἡ πίστη εἶναι μεταφυσική, «πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων». Εἶναι ὁ χῶρος τοῦ ἐπέκεινα γιατί ἡ λογική εἶναι προωρισμένη γιά τά πεπερασμένα μέ ἐργαλεῖο τήν ἀπόδειξη. Ἡ πίστη δέν ἔχει ἀπόδειξη. Ὁ Θεός δέν ἀποδεικνύεται. Δέν ἐφευρίσκεται ἀπό τόν ἄνθρωπο. Ἀποκαλύπτεται. Βιώνεται. Γι’ αὐτό καί ὅποιος δέν γνωρίζει τί εἶναι ὁ Χριστός, δέν μπορεῖ νά καταλάβει καί τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί τί ἐπιτελεῖται στή Θ. Λειτουργία καί τί εἶναι ἡ θ. Μετάληψη. Γιά ὅλα χρειάζεται ἡ ἄλλη διόπτρα, ἐκείνης τῆς πίστεως.
Τό σπουδαιότερο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ μετάδοση τῆς ἀθανασίας, ἀπό τήν Πηγή τῆς ἀθανασίας πού εἶναι ἡ Θεία Μετάληψη. Ὅταν κοινωνοῦμε Σώματος καί Αἵματος τοῦ Χριστοῦ τότε ζοῦμε ἕνα συνεχές Πάσχα, μία διάβαση στήν ἄλλη βιοτή τῆς αἰωνίου ζωῆς, τῆς νίκης κατά τοῦ θανάτου. Πρόκειται γιά τήν συμμετοχή μας στό Δεῖπνο τῆς ἀναστάσιμης χαρᾶς, τῆς χαρᾶς καί εὐφροσύνης ἐν Θεῷ. Καί «ἡ χαρά ἐν Θεῷ ἰσχυροτέρα ἐστί τῆς ἐνταῦθα ζωῆς». Καί ὁ εὑρών αὐτήν, οὐ μόνον εἰς τά πάθη οὐ περιβλέψεται, ἀλλ’ οὐδέ ἐπί τήν ἑαυτοῦ ζωήν ἐπιστραφήσεται, οὐδέ αἴσθησις ἑτέρα γεννήσεται ἐκεῖθεν, εἰ ἐξ’ ἀληθείας γέγονεν αὕτη» (Ἰσαάκ Σύρου, Τά εὑρεθέντα ἀσκητικά, σ.163 ἑπ.). Ἡ Θεία Μετάληψη εἶναι ἡ μυστηριακή πρόγευση τῆς Ἀναστάσεως, τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τῆς εἰσόδου μας στή Χαρά τοῦ Νυμφίου τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ὁ ἀρραβών τῆς μελλούσης ζωῆς τοῦ Παραδείσου.
Μακάρι, μέχρι τῆς ἐσχάτης ἀναπνοῆς μας νά μετέχουμε ἐπαξίως τῆς ἀθανάτου Τραπέζης ὡς συνδαιτυμόνες, μεταλαμβάνοντες Σώματος καί Αἵματος Χριστοῦ.